Σρί Λάνκα

Σρί Λάνκα
η о-в, гос-во Шри-Ланка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Σρί Λάνκα" в других словарях:

  • Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Κολόμπο — I (Colombο). Πόλη (642.163 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα, έδρα της ομώνυμης επαρχίας (699 τ. χλμ., 2.234.289 κάτ.). Βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, κοντά στις εκβολές του ποταμού Κελάνι (Κελάνι Γκάνγκα). Το λιμάνι του Κ., αν και… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Μαλδίβες — Νησιωτικό κράτος της νότιας Ασίας στον βόρειο Ινδικό ωκεανό, ΝΔ της Ινδίας.H Δημοκρατία των Μ. καταλαμβάνει το αρχιπέλαγος των μικρών νησιών στα ανοιχτά της βορειοδυτικής παραλίας του Nτεκάν. Kατά καιρούς δέχτηκε την επιρροή της Σρι Λάνκα, του… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • σάπφειρος — Πολύτιμος λίθος, με βαθύ γαλάζιο χρώμα, εξαιτίας των ιχνών σίδηρου και τιτάνιου που περιέχει. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα σ. βρίσκονται στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και ανατολικός σ. για να διακρίνεται από άλλους… …   Dictionary of Greek

  • αβερία — (aberia).Θάμνοι ή μικρά δέντρα της οικογένειας των φλακουρτιιδών (flacurtiaceae).Είναι φυτά αυτοφυή της νότιας και ανατολικής Αφρικής, της Ινδίας, της Σρι Λάνκα, της Ινδονησίας και της Νέας Γουινέας. Οι α. έχουν κλαδιά γεμάτα αγκάθια. Αν και… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»